- παραπούλι
- το, και παραπούλα, η1. κοινή ονομασία είδους κηπευτικού φυτού2. παροιμ. «καιρός σπέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια» — λέγεται για καταστάσεις που αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραπούλι — το ιού 1. παραφυάδα, βλαστάρι που πετιέται από το κοντά στη γη τμήμα του κορμού του φυτού: Πολλά φυτά πολλαπλασιάζονται με παραπούλια. 2. είδος λαχανικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραφυάδα — η / παραφυάς, άδος, ΝΜΑ νέος βλαστός που αναπτύσσεται από το υπόγειο τμήμα τού κορμού ή από τη ρίζα τού φυτού, κατά μήκος τής επιφάνειας τού εδάφους και δίνει γένεση σε νέα φυτάρια, κν. παραπούλι, παραβλάσταρο, κωλορίζι 2. μτφ. διακλάδωση,… … Dictionary of Greek
παραφυάδα — η 1. βλαστάρι από τη ρίζα ή από το υπόγειο τμήμα του κορμού του φυτού, παραπούλι: Πολλά λουλούδια πολλαπλασιάζονται με παραφυάδες. 2. μτφ., διακλάδωση, υποδιαίρεση, παρακλάδι: Πολλά σωματεία και οργανώσεις είναι παραφυάδες πολιτικών κομμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)